Πανίδα
Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΑΡΚΕΤΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΙΔΗ.
Έχει υπολογιστεί ότι τα ενδημικά είδη πανίδας είναι περίπου 1.000, τα περισσότερα από αυτά είναι ασπόνδυλα, δηλαδή αράχνες, έντομα, διπλόποδα, ισόποδα, που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν και πολύ μεγάλο ενδημισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αράχνες που έχουν πάνω από 40% ενδημισμό στο νησί, δηλαδή περίπου τα μισά είδη αραχνών που υπάρχουν στην Κρήτη υπάρχουν μόνο εδώ και πουθενά αλλού στον κόσμο.
Επίσης, υπάρχουν περίπου 130 διαφορετικά είδη χερσαίων σαλιγκαριών, τα μισά από τα οποία είναι ενδημικά, ενώ ημυγαλή της Κρήτης (Crocidura zimmermanni), ένα μικρό εντομοφάγο που μοιάζει με ποντίκι, είναι το μοναδικό ενδημικό θηλαστικό είδος της Ελλάδας και ζει μόνο στους ορεινούς όγκους των Λευκών Ορέων, του Ψηλορείτη και της Δίκτης.
Στην Κρήτη μπορούμε να συναντήσουμε τρία είδη βατράχων, τον πρασινόφρυνο (Bufo viridis), τον δεντροβάτραχο (Hyla arborea) και τον κρητικό λιμνοβάτραχο (Pelophylax cretensis), ο οποίος είναι ενδημικό είδος. Υπάρχουν επίσηςέντεκα είδη ερπετών, ένα είδος χελώνας, η γραμμωτή νεροχελώνα (Mauremys rivulata), ενώ δεν υπάρχει είδος χερσαίας χελώνας. Υπάρχουν επίσης, τρία είδη σαμιαμιθιών, τέσσερα είδη σαυρών, εκ των οποίων το ένα είναι ενδημικό και τέσσερα είδη φιδιών, κανένα εκ των οποίων δεν είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο.
Επίσης, συναντάμε 17 είδη νυχτερίδας, με χαρακτηριστική τη νανονυχτερίδα του Hanak (Pipistrellus hanaki), που απαντάται σε υψηλή αφθονία στο φαράγγι της Σαμαριάς και είναι από τα μικρότερα θηλαστικά του πλανήτη, 7 είδη ποντικών, 2 λαγόμορφα (τον λαγό της Κρήτης και το αγριοκούνελο) και 5 σαρκοφάγα είδη, με χαρακτηριστικότερο τοναγριόγατο της Κρήτης (Felis sylvestris cretensis), ένα είδος με πολύ μικρούς πληθυσμούς που θεωρούνταν ότι έχει εξαφανισθεί, ώσπου το 1997 βρέθηκε ένα άτομο.
Το γνωστότερο είδος θηλαστικού είναι, ίσως, ο κρητικός Αίγαγρος (Capra aegagrus cretica), που μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ζούσε σε όλους τους ορεινούς όγκους της Κρήτης. Σήμερα όμως, μετά την εξάπλωση της χρήσης των πυροβόλων όπλων, ο βιότοπός του έχει περιοριστεί αποκλειστικά στα Λευκά Όρη, ενώ κινδυνεύει άμεσα από τον υβριδισμό του με οικόσιτες κατσίκες, αλλά και από τις ανθρώπινες επεμβάσεις που οδηγούν στον κατακερματισμό του βιοτόπου του. Ο κίνδυνος εξαφάνισης αυτού του είδους και η ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία και ανάκαμψη του πληθυσμού του ήταν και η βασική αιτία για την ανακήρυξη του Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς σε προστατευόμενη περιοχή. Το είδος αυτό διαβιεί στις ψηλές και βραχώδεις περιοχές των Λευκών Ορέων. Είναι φυτοφάγο, με ιδιαίτερες ικανότητες κίνησης σε απόκρημνες περιοχές και πολύ οξυμένες αισθήσεις. Ένα από τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του είναι ότι τα αρσενικά φέρουν πολύ ισχυρά κέρατα, που μπορούν να φτάσουν σε μήκος μέχρι και το ένα μέτρο.
Η Κρήτη αποτελεί σταθμό κατά την περίοδο της μετανάστευσης των πουλιών, γι’ αυτό μπορεί να παρατηρηθούν γύρω στα 350 είδη πτηνών. Από αυτά, περισσότερα από 80 αναπαράγονται στην Κρήτη, με σημαντικότερο τον γυπαετό ή κοκκαλά (Gypaetus barbatus), ο οποίος έχει στην Κρήτη τον μοναδικό αναπαραγόμενο πληθυσμό σε όλα τα Βαλκάνια. Είναι από τα σπανιότερα αρπακτικά πουλιά της Ευρώπης, αποκλειστικός κάτοικος ορεινών οικοσυστημάτων, τρεφόμενος σχεδόν εξ ολοκλήρου με κόκκαλα. Επίσης, εδώ υπάρχει ο μεγαλύτερος αριθμός γυπών (Gyps fulvus).
Άλλα είδη πουλιών που μπορούμε ενδεικτικά να συναντήσουμε στην Κρήτη είναι ο λευκοτσικνίας (Egretta garzetta), ο χρυσαετός ή βιτσίλα (Aquila chrysaetos), η νησιωτική πέρδικα (Alectoris chukar), ο κόρακας (Corvus corax), η καρδερίνα (Carduelis carduelis), ο μελισσοφάγος (Merops apiaster) και η τυτώ (Tyto alba).
Τέλος, το τζιτζίκι. Ο τραγουδιστής του καλοκαιριού. Τα μεγάλα, ακίνδυνα έντομα είναι παντού στην Κρήτη, όπως άλλωστε σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα στα λιόφυτα, αλλά ο χαρακτηριστικός τους ήχος μαρτυρά ότι είναι πάντα κάπου κοντά. Τα θηλυκά γεννούν τα αυγά τους στον μαλακό φλοιό των δέντρων και όταν γεννηθούν οι νύμφες πέφτουν στο έδαφος, όπου και τρυπώνουν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι.