Αρχαιολογικοί Χώροι
Κορυφαίοι αρχαιολογικοί χώροι
Ανάκτορο της Ζάκρου
Με μια ματιά
Το τέταρτο σε μέγεθος μινωικό ανάκτορο της Κρήτης μετά την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια υπήρξε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό σταυροδρόμι με την Ανατολή, όπως αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα (χαυλιόδοντες, φαγεντιανή, χαλκός, κ.λπ.). Χωροθετημένο σε στρατηγικό σημείο, σε ένα προστατευμένο κολπίσκο στο ανατολικό άκρο του νησιού, αποτέλεσε το διοικητικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο της Ζάκρου που απλωνόταν γύρω του και είχε δύο κύριες οικοδομικές φάσεις: το παλαιότερο ανάκτορο χτίστηκε το 1900 π.Χ. περίπου, ενώ το νεότερο γύρω στο 1600 π.Χ. και καταστράφηκε, όπως και τα άλλα κέντρα της μινωικής Κρήτης, στα 1450 π.Χ., οπότε και ο χώρος εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Περιήγηση και στάσεις
Απλωμένο σε έκταση που ξεπερνά τα 8.000 τ.μ., στην έξοδο του περίφημου Φαραγγιού των Νεκρών, το ανάκτορο της Ζάκρου ακολουθεί το βασικό σχέδιο των μινωικών ανακτόρων, με την κύρια είσοδο στην ανατολική πλευρά, ενώ η δεύτερη κεντρική πύλη βρισκόταν στη βορειοανατολική πλευρά, όπου κατέληγε πλακόστρωτος δρόμος, προερχόμενος από το λιμάνι. Ένας κλιμακωτός διάδρομος κατηφορίζει προς τη βορειοανατολική πύλη και προχωρεί ως την κεντρική αυλή, η οποία συνιστά τον πυρήνα του όλου οικοδομήματος και τον χώρο όπου θεωρείται ότι λάμβαναν χώρα οι θρησκευτικές τελετές. Περιβαλλόταν από μεγαλοπρεπείς προσόψεις και στοές με κίονες-πεσσούς που στήριζαν βεράντες. Στη βορειοδυτική γωνία της υπήρχε κτιστός βωμός. Για να κατανοήσει ο επισκέπτης το μέγεθος και τη σημασία της Ζάκρου στη μινωική εποχή, αρκεί να φανταστεί πως στον χώρο του παλατιού υπήρχαν περίπου 300 διαμερίσματα διαφόρων χρήσεων, μαζί με τους ορόφους.
Τον κατεξοχήν λατρευτικό χώρο αποτελούσε η δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκεί υπήρχε μεγάλη υπόστυλη αίθουσα «τελετουργιών» με περίστυλο «φωταγωγό» και «πολύθυρα», το ένα από τα οποία οδηγούσε στην «αίθουσα συμποσίων», όπως ονομάστηκε λόγω της εύρεσης εκεί αμφορέων και οινοχοών. Το δυτικό τμήμα της πτέρυγας καταλαμβάνει το ιερό που αποτελείται από έντεκα δωμάτια διαφόρων διαστάσεων. Ένα μικρό δωμάτιο με ψηλό πεζούλι για την απόθεση αντικειμένων ήταν το κυρίως ιερό και δεν ήταν προσιτό στο κοινό. Δίπλα σε αυτό υπήρχε υπόγεια δεξαμενή καθαρμών, ενώ νότια υπάρχουν τρία βοηθητικά δωμάτια: ένα εργαστήρι λιθοξόου, μια αποθήκη, και το θησαυροφυλάκιο. Πιο δυτικά ακόμη υπάρχει το αρχειοφυλάκιο, όπου πάνω σε πήλινα ράφια ήταν τοποθετημένα κιβωτίδια με πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Α γραφής.
Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκονταν τα «βασιλικά διαμερίσματα» και το διοικητικό κέντρο, ενώ από την κεντρική αυλή ένα πολύθυρο οδηγούσε στη λεγόμενη «αίθουσα της δεξαμενής». Στη νότια πτέρυγα υπήρχε μικρό συγκρότημα εργαστηρίων, όπου παρασκευάζονταν αρώματα και μικροαντικείμενα από φαγεντιανή, ορεία κρύσταλλο και άλλα πολύτιμα υλικά. Στη βόρεια πτέρυγα θα δείτε το μεγάλο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στον πάνω όροφο, τις «αποθήκες των βασιλικών διαμερισμάτων», μια λουτρική εγκατάσταση και ένα μεγάλο δωμάτιο, προσιτό από διάδρομο, που ερμηνεύεται ως μαγειρείο και το οποίο μάλλον εξυπηρετούσε αίθουσα συμποσίων στον επάνω όροφο.
Μη χάσετε
Το θησαυροφυλάκιο, το μοναδικό του μινωικού κόσμου που βρέθηκε ασύλητο και έδωσε μια μεγάλη σειρά από αριστουργηματικά τελετουργικά σκεύη, αλλά και τα πανέμορφα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές από τον Έλληνα αρχαιολόγο Νικόλαο Πλάτωνα. Τα περισσότερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Άπτερα
Η αρχαία Απτέρα υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις – κράτη της Κρήτης, με στρατηγική θέση στον κόλπο της Σούδας και δύο λιμάνια: τη Μινώα (στο Μαράθι) και την Κίσαμο (στις Καλύβες). Ίχνη της εμφανίζονται πρώτη φορά κατά τη μινωική εποχή αλλά η μεγάλη ακμή της σημειώνεται κατά τους κλασικούς – ελληνιστικούς χρόνους. Ισχυρός σεισμός κατά τον 4ο μ.Χ. προκάλεσε βαρύ πλήγμα στην πόλη, η οποία τελικά εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ., μετά από έναν ακόμα μεγάλο σεισμό.
Περιήγηση και στάσεις
Πολλές εκδοχές υπάρχουν σχετικά με την προέλευση του ονόματος της Απτέρας, με πιο δημοφιλή τον μύθο που αναφέρει ότι προέρχεται από έναν μουσικό διαγωνισμό ανάμεσα στις μούσες και τις σειρήνες. Όταν οι μούσες κέρδισαν, οι ηττημένες σειρήνες πέταξαν τα φτερά τους, τα οποία έπεσαν στον κόλπο της Σούδας και δημιούργησαν τα λευκά νησάκια της περιοχής. Οι σειρήνες έμειναν άπτερες (χωρίς φτερά) και έτσι απέκτησε η πόλη το όνομά της.
Η ιστορία της αρχίζει κατά τη μινωική εποχή και ύπαρξή της αναφέρεται σε πινακίδες Γραμμικής Β γραφής του 14ου π.Χ. αιώνα. Μεγάλη ακμή γνώρισε κατά τους κλασικούς – ελληνιστικούς χρόνους, οπότε άρχισε να κόβει δικό της νόμισμα, απέκτησε ισχυρή οχύρωση και θέατρο. Οι Απτεραίοι ήταν δεινοί τοξότες και πολεμούσαν ως μισθοφόροι σε διάφορες περιοχές εκτός Κρήτης, φέρνοντας πλούτο στον τόπο τους.
Η ύπαρξη εντυπωσιακών δημόσιων κτιρίων υποδεικνύει ότι η ακμή της συνεχίστηκε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ωστόσο η πορεία της ήταν φθίνουσα κατά τη βυζαντινή περίοδο.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακές λόγω του μεγέθους τους αλλά και της κατάστασης διατήρησής τους είναι δύο δεξαμενές νερού, που μαζί με τα δύο συγκροτήματα λουτρών βορειότερα, στα οποία εξασφάλιζαν την παροχή νερού, ήταν τα μεγαλύτερα δημόσια έργα που κατασκευάστηκαν κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους στην Άπτερα.
Σε κεντρικό σημείο της αρχαίας πόλης βρίσκεται επίσης η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που αναφέρεται ήδη σε Χρονικό του 1181 μ.Χ.
Μη χάσετε
Στη νοτιοανατολική είσοδο της πόλης βρίσκεται το αρχαίο θέατρο της Απτέρας, το οποίο κατασκευάστηκε σε τρεις οικοδομικές φάσεις, από τους ελληνιστικούς χρόνους ως τη ρωμαϊκή περίοδο, οπότε υπέστη ριζική μετασκευή. Είναι τοποθετημένο σε φυσική κοιλότητα του εδάφους με νότιο προσανατολισμό, θέα τα Λευκά Όρη.
Τα κύρια μέρη του θεάτρου, τα οποία είναι σήμερα ορατά, το κοίλο, η ορχήστρα και η σκηνή, χρονολογούνται στη Ρωμαϊκή εποχή. Συνολικά η χωρητικότητα του θεάτρου κατά την αρχαιότητα υπολογίζεται σε 3.700 θεατές. Η ορχήστρα του θεάτρου, με ακτίνα μόλις 5,45μ., αποτελεί μια από τις μικρότερες ορχήστρες αρχαίου θεάτρου, στοιχείο που υποδηλώνει ότι προοριζόταν κυρίως για μουσικά και θεατρικά δρώμενα.
Εντυπωσιακή είναι και η αρχαία λιθόστρωτη οδός στην ανατολική πλευρά του θεάτρου, η οποία χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο, έχει μήκος 55 μέτρα και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση.
Μάλια
Το ανάκτορο των Μαλίων είναι το τρίτο σημαντικότερο σε μέγεθος στην Κρήτη, μετά από εκείνα της Κνωσού και της Φαιστού, και γύρω του εκτείνεται μινωική πόλη. Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στα βόρεια παράλια της ανατολικής Κρήτης, κοντά στα σύγχρονα Μάλια. Το αρχαίο όνομα της μινωικής πόλης είναι άγνωστο, ωστόσο έχει υποτεθεί ότι στη θέση αυτή βρισκόταν η Μίλατος με βασιλιά το Σαρπηδώνα, γιο του Δία και της Ευρώπης και νεότερο αδερφό του Μίνωα.
Περιήγηση και στάσεις
Το ανάκτορο χτίστηκε για πρώτη φορά το 1900 π.Χ. σε θέση, όπου διαπιστώθηκε και παλαιότερη κατοίκηση (από τα μέσα της 3ης χιλιετίας), και καταστράφηκε το 1700 π.Χ. μαζί με τα άλλα ανακτορικά κέντρα. Ξαναχτίστηκε γύρω στο 1650 π.Χ. στην ίδια θέση, για να καταστραφεί και πάλι το 1450 π.Χ. από πυρκαγιά.
Το μεγαλύτερο μέρος των ορατών σήμερα ερειπίων ανήκει στο νεοανακτορικό συγκρότημα, ενώ τμήμα του πρώτου ανακτόρου σώζεται στα βορειοδυτικά του συγκροτήματος. Όστρακα (τμήματα πήλινων αγγείων) που βρέθηκαν στην περιοχή μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπου κατά τη Νεολιθική εποχή.
Η πρώτη ανασκαφή στην περιοχή του ανακτόρου έγινε από τον Ιωσήφ Χατζιδάκη το 1915, ο οποίος λόγω έλλειψης χρημάτων αναγκάστηκε να διακόψει τις έρευνές του. Η αποκάλυψη του ανακτόρου και μεγάλου τμήματος της πόλης οφείλεται όμως κατά κύριο λόγο στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Οι ανασκαφές συνεχίζονται ακόμη και σήμερα.
Μη χάσετε
Στη θέση “Χρυσόλακκος”, 500 μέτρα βορειοανατολικά του ανακτόρου, ανασκάφηκε μεγάλη παλαιοανακτορική νεκρόπολη, ένα ταφικό συγκρότημα με ορθογώνιους μικρούς χώρους που χρησίμευαν ως νεκρικοί θάλαμοι. Σε έναν από αυτούς τους χώρους βρέθηκε το περίφημο κρεμαστό κόσμημα με τις διπλές μέλισσες, που σήμερα φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Σπιναλόγκα
Τόπος ιστορικής μνήμης και ιδιαίτερης ομορφιάς, το νησάκι Σπιναλόγκα, έκτασης μόλις 85 στρεμμάτων, βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του κόλπου της Ελούντας, σε θέση κλειδί για τον έλεγχο του φυσικού λιμανιού της. Σημαντικό ενετικό οχυρό, καταφύγιο επαναστατών την περίοδο του Κρητικού Πολέμου, οθωμανικός οικισμός κατά την τουρκοκρατία και λεπροκομείο από τις αρχές έως τα μέσα του 20ού αιώνα, υπήρξε ο χώρος στον οποίο διαδραματίζεται το μυθιστόρημα «Το Νησί» της Βρετανίδας συγγραφέα Βικτόρια Χίσλοπ, που μεταφράστηκε σε 35 γλώσσες και έχει πουλήσει περισσότερα από 6 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
Περιήγηση και στάσεις
Η Σπιναλόγκα οχυρώθηκε κατά την αρχαιότητα, το πιθανότερο κατά την ελληνιστική περίοδο, και πάνω στα ερείπια του αρχαίου κάστρου οι Βενετοί οικοδόμησαν ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος από τους GeneseBressani και LatinoOrsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε η ντόπια σκληρή ασβεστολιθική πέτρα και ο μαλακός ψαμμίτης, που εξορύχθηκε από την ανατολική πλευρά της νησίδας και από την παρακείμενη χερσόνησο. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669).
Η οχύρωση της νησίδας αποτελείται από δύο ζώνες. Η πρώτη ακολουθεί το περίγραμμα των ακτών, ενώ η δεύτερη είναι θεμελιωμένη πάνω στους βράχους της κορυφογραμμής. Δύο εγκάρσια τμήματα τείχους, το ένα στα νοτιοδυτικά και το άλλο στα βορειοανατολικά της νησίδας, συνδέουν τις παραπάνω ζώνες. Σε στρατηγικά σημεία της οχύρωσης βρίσκονται η ημισέληνος Μichel και η ημισέληνος Moceniga ή Barbariga, που αποτελούν σπουδαία έργα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς. Τα κτίσματα στο εσωτερικό του κάλυπταν τις ανάγκες εγκατάστασης της φρουράς. Την περίοδο του Κρητικού Πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (οι λεγόμενοι Χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Από την περίοδο της Ενετοκρατίας σώζονται οι θολωτές δεξαμενές, το κτίριο της φρουράς, το τρίδυμο κτίριο και η πυριτιδαποθήκη δίπλα στο ναό του Αγίου Νικολάου, που προϋπήρχε του φρουρίου. Την περίοδο του Κρητικού Πολέμου κατασκευάστηκαν οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου.
Η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1669, όμως η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας μέχρι το 1715, οπότε και καταλήφθηκε από τους Τούρκους, για να διαμορφωθεί σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός.
Αρχικά, το φρούριο περιθωριοποιείται και χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας και απομόνωσης, όμως κατά τα τέλη του 18ου αιώνα ο ρόλος του λιμανιού αναβαθμίζεται, καθώς αποκτά άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Έτσι, κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, στη Σπιναλόγκα συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός κατοίκων -στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί-, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύονται τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ζωή του οικισμού διακόπηκε απότομα τα τελευταία έτη του 19ου αιώνα, καθώς η επαναστατική δράση των Χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα των Οθωμανών κατοίκων της Σπιναλόγκας σε μετανάστευση. Το 1897 στο νησί εγκαταστάθηκαν γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία αποφάσισε τη δημιουργία Λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα μίας συντονισμένης βοήθειας στους πάσχοντες. Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης των αρρώστων, που διέμειναν στο νησί έως το 1957, σηματοδότησε τον χώρο και τον φόρτισε συναισθηματικά καθιστώντας το τόπο μαρτυρίου και ιστορικής μνήμης.
Μη χάσετε
Η περιήγηση στο φρούριο και την καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας -και τα δύο διατηρούνται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση- είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία, που προσφέρει δυνατές εικόνες και συναισθήματα στον επισκέπτη. Το ίδιο το νησί θεωρείται εξάλλου από τα σημαντικότερα θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου. Αξίζει να αναζητήσετε τον παραδοσιακό κεντρικό οικισμό με τα ερειπωμένα σπίτια, το θέατρο της βόρειας ακτής, τη μικρή ενετική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το νεκροταφείο με την πλάκα με τα ονόματα όσων τάφηκαν στο σημείο -ο τελευταίος κάτοικος του νησιού ήταν ένας ιερέας που παρέμεινε εδώ έως το 1962, με αποστολή να «μνημονεύει» τους νεκρούς χανσενικούς.
Κνωσός
Με μια ματιά
To λαμπρότερο κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, έδρα του θρυλικού βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του, βρίσκεται 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου, στο ύψωμα της Κεφάλας, δίπλα στον ποταμό Καίρατο. Με την πόλη της Κνωσού, η οποία κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια, συνδέονται οι συναρπαστικοί μύθοι του Λαβύρινθου, του Μινώταυρου, του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Τη μεγαλύτερη ακμή της τη γνώρισε κατά τη διάρκεια της μινωικής εποχής, με την κατασκευή του μεγαλοπρεπούς ανακτόρου, το οποίο έφερε στο φως ο Άγγλος αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς στις αρχές του 20ού αιώνα. Παράλληλα με τις ανασκαφές, ο Έβανς πραγματοποίησε ωστόσο και ένα εκτεταμένο έργο αναστηλώσεων και ανακατασκευών, με αποτέλεσμα η Κνωσός να παρουσιάζει σήμερα μια ιδιαίτερη εικόνα αρχαιολογικού χώρου με πολλές μεταγενέστερες παρεμβάσεις.
Περιήγηση και στάσεις
Το ανάκτορο της Κνωσού αποτελούσε το θρησκευτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο, ενώ γύρω του απλωνόταν η πόλη της Κνωσού. Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με τον Έβανς, υπολογιζόταν στους 80.000 κατοίκους. Το ανακτορικό συγκρότημα ήταν ένα πολυώροφο κτίριο που καταλάμβανε έκταση περίπου 20.000 τ.μ.. Χτισμένο με μεγάλη ποικιλία υλικών, διακοσμούνταν με θαυμάσιες τοιχογραφίες. Για την κατασκευή του είχαν χρησιμοποιηθεί πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές επινοήσεις, όπως οι «φωταγωγοί» και τα «πολύθυρα», που επέτρεπαν την καλύτερη κυκλοφορία του φωτός και του αέρα σε όλα τα δωμάτια του αχανούς κτιρίου.
Τον προηγμένο πολιτισμό των κατοίκων της Κνωσού μαρτυρά, μεταξύ άλλων, το εκτεταμένο αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο που είναι ορατό σε πολλά σημεία.
Το κτίριο οργανωνόταν σε πτέρυγες γύρω από μια μεγάλη «κεντρική αυλή». Μια δεύτερη αυλή, στα δυτικά, αποτελούσε την επίσημη πρόσβαση στο χώρο, μέσα από ένα μνημειώδες πρόπυλο και έναν πλατύ διάδρομο που έφερε παράσταση πομπής. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκονταν οι αποθήκες, μια σειρά από στενόμακρα δωμάτια που φιλοξενούσαν τεράστιους πίθους και κασέλες. Στο σημείο ανακαλύφθηκαν πινακίδες Γραμμικής Β γραφής, με καταχωρήσεις σχετικά με τα προϊόντα που φυλάσσονταν εκεί. Δίπλα από τις αποθήκες βρίσκονταν το «Κεντρικό Ιερό» και τα «ιερά θησαυροφυλάκια», όπου βρέθηκαν εξαίρετα δείγματα της μινωικής τέχνης, ενώ βορειότερα βρίσκεται η περίφημη «αίθουσα του θρόνου», με λίθινο θρόνο περιστοιχισμένο από τοιχογραφίες.
Στα βόρεια της αυλής βρισκόταν άλλη είσοδος που οδηγούσε στο λιμάνι, και ήταν διακοσμημένη με τοιχογραφία κυνηγιού ταύρου. Δεξιά και αριστερά της υπήρχαν αποθήκες και αίθουσες αρχείων, ενώ βόρειά της ήταν το λεγόμενο «τελωνείο», μια υπόστυλη μεγάλη αίθουσα, όπου πιθανώς ελέγχονταν τα προϊόντα που έρχονταν από το λιμάνι.
Στην ανατολική πτέρυγα το «Μεγάλο Κλιμακοστάσιο» οδηγούσε σε ορόφους κάτω από το επίπεδο της αυλής, που ονομάστηκαν «βασιλικά διαμερίσματα». Σε ένα από αυτά, το οποίο είναι γνωστό ως «διαμέρισμα της βασίλισσας», βρέθηκαν λουτρό με ζωγραφισμένο πήλινο λουτήρα (μπανιέρα), καλλωπιστήριο και χώροι υγιεινής. Δίπλα, ήταν το λεγόμενο «Μέγαρο του Βασιλιά» ή αίθουσα των διπλών πελέκεων, καθώς στους τοίχους ήταν χαραγμένο το ιερό σύμβολο του ιερού πελέκεως. Στα βόρεια της πτέρυγας βρίσκονταν τα εργαστήρια λιθοξόων και πηλοπλαστών, ενώ στη νότια πτέρυγα το Νότιο Πρόπυλο και η Νότια Είσοδος που φέρει τοιχογραφία του πρίγκιπα με τα Κρίνα.
Μη χάσετε
Τις αίθουσες των τελετών, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα βασιλικά διαμερίσματα, τα εργαστήρια των τεχνιτών και, βέβαια, την επιβλητική «αίθουσα του θρόνου». Οι τοιχογραφίες αλλά και τα αντικείμενα που κοσμούν τους χώρους είναι πιστά αντίγραφα των πρωτότυπων, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Αξίζει να το επισκεφθείτε μετά την περιήγησή σας στην Κνωσό, για να αποκτήσετε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του σπουδαίου μινωικού πολιτισμού αλλά και του ίδιου του αρχαιολογικού χώρου.
Υστερομινωϊκό νεκροταφείο Αρμένων
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα που ξεκίνησε το 1969 έχει αποκαλύψει άνω των 220 τάφων και συνεχίζεται με στόχο την αποκάλυψη και της σχετικής πόλης.Οι τάφοι είναι θαλαμωτοί, λαξευμένοι στο μαλακό φυσικό βράχο, έχουν προσανατολισμό από ανατολή προς δύση και περιλαμβάνουν μακρόστενο λαξευτό επίσης διάδρομο που οδηγεί στο εσωτερικό τους.
Μόνο ένας από τους τάφους που αποκαλύφθηκαν είναι κτιστός θολωτός. Περιείχε εκτός από κεραμική και όπλα, χάνδρες καθώς και ένα περίαπτο με επιγραφή σε γραμμική Α γραφή.
Γόρτυνα
Η περιοχή της Γόρτυνας, κατοικήθηκε ήδη από την Νεολιθική εποχή, καθώς ευρήματα αυτής της περιόδου έχουν εντοπισθεί στην πεδιάδα και στους λόφους, μαζί με ελάχιστα μινωικών χρόνων. Στην θέση Κανιά, νότια του χωριού Μητρόπολη, έχει ανασκαφεί υστερομινωική αγρέπαυλη με αξιόλογα ευρήματα. Στη γεωμετρική περίοδο ( 1.100 – 700 π.Χ. ) ο οικισμός είχε αναπτυχθεί στην Ακρόπολη, ενώ μικρές κώμες υπήρχαν στις ρίζες των υψωμάτων. Στους αρχαϊκούς χρόνους ( 700 – 500 π.Χ. ) η πόλη επεκτάθηκε στη θέση του μεταγενέστερου Ωδείου και στην πεδιάδα, στην περιοχή του μεταγενέστερου ναού του Πυθίου Απόλλωνα. Από την πόλη της κλασικής περιόδου έχουν εντοπισθεί λείψανα του εκκλησιαστηρίου στη θέση του σημερινού Ωδείου, ενώ το σημαντικότερο μνημείο είναι η Μεγάλη Επιγραφή στον βόρειο κυκλικό τοίχο του Ωδείου.
Στα ελληνιστικά χρόνια ( τέλος 4ου αι. π.Χ. – 67 π.Χ. ) η Γόρτυνα ήταν από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ήταν επικεφαλής μίας από τις τρεις ενώσεις πόλεων και στον 2ο αι. π.Χ., όταν η Ρώμη παρενέβη στα εσωτερικά θέματα της Κρήτης, η Γόρτυνα τάχθηκε με το πλευρό των Ρωμαίων. Μετά από την Ρωμαϊκή κατάκτηση έγινε πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής και γνώρισε μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο το διοικητικό και αστικό κέντρο της πόλης μετακινήθηκε στην χριστιανική συνοικία στο σημερινό χωριό Μητρόπολη, ενώ ένας δεύτερος πυρήνας της πρωτοβυζαντινής πόλης ήταν στην περιοχή της εκκλησίας των Αγ. Δέκα. Μετά από την αραβική κατάκτηση, η Γόρτυνα ερειπώνεται.
(Συντάκτης: Μαρία Εγγλέζου)
Ελεύθερνα
Με μια ματιά
Μια μοναδική συνάντηση με το παρελθόν προσφέρει στον επισκέπτη στους βόρειους πρόποδες του Ψηλορείτη ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος του νομού Ρεθύμνου, στον οποίο η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Σε απόσταση περίπου 25 χλμ. νότια του Ρεθύμνου, η Ελεύθερνα -που πήρε το όνομά της από τον Ελευθήρα, έναν από τους Κουρήτες που έκρουαν τις χάλκινες ασπίδες τους για να μην ακούσει το κλάμα του μικρού Δία ο πατέρας του, Κρόνος, και τον φάει- υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της Κρήτης στα γεωμετρικά και αρχαϊκά χρόνια, εποχή διάδοσης των ομηρικών επών. Μάλιστα από τον 4ο αιώνα π.Χ. έκοβε και δικό της νόμισμα.
Συστηματικές ανασκαφές στον χώρο ξεκίνησαν το 1985 από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και μέχρι σήμερα έχουν φέρει στο φως σπουδαία αρχαιολογικά λείψανα που χρονολογούνται από την 3η χιλιετία π.Χ. έως και τα νεότερα χρόνια.
Περιήγηση και στάσεις
Η αρχαία πόλη της Ελεύθερνας απλώνεται στους λόφους Πυργί και Νησί, όπου διάφορα μνημεία και υλικά κατάλοιπα έχουν βρεθεί διάσπαρτα. Στην ακρόπολη εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα των ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών χρόνων κυρίως, καθώς και τμήμα οχυρωματικού πύργου. Ξεχωρίζουν κάποιες ρωμαϊκές οικίες που καταστράφηκαν από τον ισχυρό σεισμό του 365 μ.Χ., οι μεγάλες υδατοδεξαμενές, ένα τεράστιο λατομείο ασβεστολιθικού πετρώματος, ρωμαϊκές νεκροπόλεις, ρωμαϊκό βαλανείο με δύο υπόκαυστα, λιθόστρωτος δρόμος, μια ολόκληρη συνοικία της ελληνιστικής περιόδου με κατοικίες και πεντάστυλο πρόπυλο δωρικού ρυθμού (400 π.Χ.) καθώς και ένα μεγάλο δημόσιο οικοδόμημα, πιθανόν ελληνιστικών χρόνων (2ος – 1ος αι. π.Χ.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια εντυπωσιακά καλά διατηρημένη γέφυρα με οξυκόρυφη καμάρα, που χρονολογείται επίσης στην ελληνιστική εποχή (2ος αι. π.Χ.), ενώ στη θέση Κατσίβελος έχει έρθει στο φως η βασιλική του Μιχαήλ Αρχαγγέλου που κτίστηκε τον 5οαι.μ.Χ. στη θέση παλαιότερου ελληνιστικού ιερού.
Στη θέση Ορθή Πέτρα, στο δυτικό τμήμα του λόφου, έχει ανασκαφεί νεκρόπολη των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Ανάμεσα στα σημαντικά και εντυπωσιακά ευρήματα είναι μια ταφική πυρά του 8ου αι. π.Χ. (730-710 π.Χ.) που ανήκε σε επιφανή πολεμιστή ηλικίας περίπου 30 ετών. Ο τρόπος ταφής του, καθώς και η ανεύρεση ενός ακέφαλου, ακτέριστου και άκαυτου σώματος κοντά στην πυρά, παραπέμπει στην ομηρική περιγραφή της ταφής του Πατρόκλου στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα της ανασκαφής είναι ένα κενοτάφιο. Πρόκειται για ένα μεγάλο, σχεδόν τετράγωνο οικοδόμημα, που κατασκευάστηκε πιθανόν για να τιμηθεί η μνήμη των πεσόντων μακριά από την πατρίδα. Ήταν δηλαδή ένα πρώιμο ταφικό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Άλλες ταφές έφεραν στο φως περίτεχνα κοσμήματα και αγγεία που μαρτυρούν τις σχέσεις της Ελεύθερνας με τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Κύπρο, τις Κυκλάδες και την Ανατολική Μεσόγειο. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το ταφικό σύνολο με τους σκελετούς τεσσάρων γυναικών, ηλικίας από 7 έως 70 περίπου ετών, οι οποίες ήταν συγγενείς, πέθαναν όλες μαζί, πιθανώς λόγω κάποιας πανδημίας, και κατείχαν προεξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία. Το ταφικό σύνολο αυτό των «αριστοκρατισσών-ιερειών» όπως ονομάστηκε, τοποθέτησε την Ελεύθερνα στις 10 πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις παγκοσμίως για το 2009, σύμφωνα με το περιοδικό Archaeology.
Μη χάσετε
Στην περιοχή έχει δημιουργηθεί αρχαιολογικό πάρκο με μονοπάτια και σήμανση, που συνδέει τους διάφορους ανεσκαμμένους χώρους μεταξύ τους, καθώς και όλα τα σημεία ενδιαφέροντος. Συνδυάστε την περιήγηση με μια επίσκεψη στοΑρχαιολογικό Μουσείο Ελεύθερνας, που με την αφήγησή του συμπληρώνει ιδανικά τη γνωριμία με την αρχαία πόλη, φωτίζοντας άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές της κρητικής ιστορίας.
Ανάκτορο Φαιστού
Με μια ματιά
Το δεύτερο σε μέγεθος μινωικό ανάκτορο της Κρήτης είναι χτισμένο σε ύψωμα στο δυτικό άκρο της πεδιάδας της Μεσαράς, σε σημείο που ελέγχει τόσο τα αγαθά του κάμπου όσο και την έξοδο προς τη θάλασσα και τα λιμάνια του κόλπου (Καλαμάκι, Κομμός και Μάταλα). Όπως κάθε μινωικό ανάκτορο αποτελούσε το διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής, ενώ γύρω από αυτό απλωνόταν η μινωική πόλη. Κατά τη μυθολογία, στη Φαιστό βασίλεψε η δυναστεία του Ρoδάμανθυ, γιου του Δία και αδελφού του Μίνωα.
Λόγω της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής του σύνθεσης και της άψογης κατασκευής του, το ανάκτορο της Φαιστού θεωρείται σήμερα ένα από τα καλύτερα δείγματα μινωικού ανακτόρου. Το πρώτο ανάκτορο χτίστηκε στην αρχή της 2ης χιλιετίας π.X. και καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά γύρω στο 1700 π.X. Πάνω στα ερείπια οικοδομήθηκε ένα νέο μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο, το οποίο καταστράφηκε, όπως και τα άλλα μινωικά κέντρα, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X., οπότε και ο χώρος εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Περιήγηση και στάσεις
Στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο διακρίνονται λείψανα τόσο του παλαιού όσο και του νέου ανακτόρου. Η πρόσβαση γίνεται από την πλακόστρωτη δυτική αυλή, την οποία διασχίζει λοξά ένας «πομπικός δρόμος». Στη βόρεια άκρη του υπάρχουν οκτώ βαθμίδες που χρησίμευαν σαν θεατρικές κερκίδες, ενώ στην απόληξη του δρόμου στα νότια βρίσκεται το πρόπυλο, η είσοδος του Παλαιού Ανακτόρου.
Στη βορειοανατολική άκρη της δυτικής αυλής βρίσκεται ένα από τα πρώτα ιερά του χώρου και πίσω του θα δείτε τη μνημειώδη σκάλα και τα εντυπωσιακά προπύλαια του νέου ανακτόρου, ένα από τα αριστουργήματα της προελληνικής αρχιτεκτονικής. Ένας φαρδύς διάδρομος συνδέει τη δυτική με την «κεντρική αυλή», η οποία αποτελεί το κέντρο γύρω από το οποίο οργανώνονται συμμετρικά οι διάφορες πτέρυγες του συγκροτήματος.
Στη δυτική πτέρυγα βρίσκονταν οι «αποθήκες», δέκα δωμάτια που περιείχαν τα αγαθά του ανακτόρου (κρασί, λάδι, μέλι, δημητριακά κλπ.) μέσα σε μεγάλα πιθάρια. Νότιά τους βρίσκονται μικρά δωμάτια ιερών, όπως μαρτυρούν τα αντικείμενα λατρείας που βρέθηκαν εκεί, καθώς και χαράγματα διπλών πελέκεων στους τοίχους. Στην ανατολική πτέρυγα αναπτύσσονται τα εργαστήρια, ενώ ένας υπαίθριος, πλακόστρωτος διάδρομος, με αγωγό για την αποχέτευση των βρόχινων νερών, καταλήγει στη μικρή «βόρεια αυλή».
Μη χάσετε
Τα πολυτελή «βασιλικά διαμερίσματα», στα οποία οδηγεί η μεγαλοπρεπής είσοδος της βόρειας πτέρυγας. Εδώ θα δείτε την «αίθουσα της βασίλισσας» και βόρειά της, το «μέγαρο του βασιλιά», που στολιζόταν με πλούσιες τοιχογραφίες και ήταν στρωμένο με αλαβάστρινες πλάκες. Στο βορειοανατολικό άκρο του ανακτόρου σώζονται επίσης μια σειρά από δωμάτια που ανήκαν στο Παλαιό Ανάκτορο και ενδεχομένως αποτελούσαν τα «αρχεία» του, καθώς σε ένα από αυτά βρέθηκε ο περίφημος δίσκος της Φαιστού, το πιο διάσημο εύρημα του χώρου, μαζί με πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής.
Λισός
Υπήρξε φημισμένο λατρευτικό κέντρο ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Το 183 π.Χ. συμμετείχε μαζί με άλλες πόλεις του κοινού των Κρητών στη αύναψη συνθήκης με τον Ευμένη το Β΄ της Περγάμου. Μετά την καταστροφή της, τον 9ο αι., δεν ξανακατοικήθηκε.
Στα βυζαντινά χρόνια και μέχρι τις μέρες μας παρέμεινε ένα τοπικό, αγροτοκτηνοτροφικό θρησκευτικό κέντρο με τις εκκλησίες του Αη – Κυρκού και της Παναγίας, κτισμένες πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικών βασιλικών.
Με χρηματοδότηση από το κοινοτικό πρόγραμμα LEADER 1 και φορέα υλοποίησης τον ΟΑΔΥΚ, πραγματοποιήθηκε το 1994 ένα πρόγραμμα καθαρισμών, διαμόρφωσης μονοπατιών, επιφανειακής έρευνας και τοπογράφησης της αρχαίας Λισού. Μεγάλο τμήμα της κοιλάδας έχει ήδη απαλλοτριωθεί.
(Συντάκτες: Βάννα Νινιού – Κινδελή, Αγγελική Τσίγκου, αρχαιολόγοι)